- διαθλάστης
- ο [διαθλώ]1. σώμα που προκαλεί τη διάθλαση φωτεινής ακτίνας που διέρχεται από αυτό2. είδος αστρονομικής διόπτρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαθλαστής — ο (φυσ.), το σώμα από το οποίο περνώντας η ακτίνα υφίσταται διάθλαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)